- δάχτυλος
- ο1. το δάχτυλο.2. μτφ., κρυφή ενέργεια, υποκίνηση: Πίσω από τις ανατινάξεις βρίσκεται ξένος δάχτυλος.3. (μετρική), μετρική μονάδα που αποτελείται από μια τονισμένη και δύο άτονες συλλαβές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.