δάχτυλος

δάχτυλος
ο
1. το δάχτυλο.
2. μτφ., κρυφή ενέργεια, υποκίνηση: Πίσω από τις ανατινάξεις βρίσκεται ξένος δάχτυλος.
3. (μετρική), μετρική μονάδα που αποτελείται από μια τονισμένη και δύο άτονες συλλαβές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χρυσοδάχτυλος — η, ο / χρυσοδάκτυλος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει χρυσά δάχτυλα νεοελλ. μτφ. 1. αυτός που έχει επιδέξια δάχτυλα 2. (για τον ήλιο) αυτός που εκπέμπει χρυσές ακτίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + δάκτυλος / δάχτυλος (< δάκτυλος), πρβλ. ῥοδο δάκτυλος /… …   Dictionary of Greek

  • ροδοδάκτυλος — η, ο / ῥοδοδάκτυλος, ον, ΝΜΑ και ροδοδάχτυλος, Ν, και αιολ. τ. βροδοδάκτυλος, Α (συν. ως επίθ. τής Ηούς, τής αυγής) αυτή που έχει ρόδινα δάχτυλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον / βρόδον + δαχτυλος / δάκτυλος (< δάκτυλον), πρβλ. σιδηρο δάκτυλος] …   Dictionary of Greek

  • πόντος — ο (λ. ιταλ.) 1. το ένα εκατοστό του μέτρου, εκατοστόμετρο, δάχτυλος: Πέντε πόντους πάχος. 2. μονάδα μέτρησης σε παιχνίδι: Το παιχνίδι θα τελειώσει στους 100 πόντους. 3. θηλιά πλεχτού υφάσματος, κυρ. γυναικείας κάλτσας: Έφυγαν από την κάλτσα της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”